λιόκλαδο

λιόκλαδο
και λιόκλαρο, το
κλαδί ελιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιο-(II)* + κλαδί / κλαρί].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λιόκλαδο — λιόκλαδο, το και λιόκλαρο, το κλαδί ελιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλαδί — το (AM κλαδίον, Μ και κλαδίν, Α και κλάδιον) νεοελλ. φρ. «δεν τόν αφήνει σε χλωρό κλαδί» τόν καταδιώκει συνεχώς ή δεν τόν αφήνει ήσυχο ούτε λεπτό νεοελλ. μσν. 1. κλάδος φυτού, βλαστός δέντρου ή θάμνου που εκφύεται από τον κορμό, κλώνος, κλωνάρι,… …   Dictionary of Greek

  • λιο- — (I) α συνθετικό λέξεων τής Νέας Ελληνικής (κυρίως λογοτεχνικών ή διαλεκτικών) που σχηματίστηκε από το ηλι(ο) * (< ήλιος), με σίγηση τού αρκτικού η , και δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β΄ συνθετικό είτε αναφέρεται στον ήλιο (λιοβασίλεμα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”